- μασχάλιον
- μασχάλ-ιον, also [suff] μασχάλ-ινον, τό,A basket of palm-leaves, Hsch., Sch.Orib.2.743 D.; cf. μασχαλέον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μασχάλιον — και μασχάλινον, τὸ (Α) [μασχάλη] (κατά τον Ησύχ.) «κάνιστρον ἐκ φύλλων φοίνικος» … Dictionary of Greek
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek